- φλογοβόλο
- ο воен, огнемёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλογοβόλο — το πολεμικό όπλο που εκτοξεύει φλόγα που καίει τον αντίπαλο ή βάζει φωτιά σε ξύλινες κατασκευές, δάση κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δράκος — Μυθολογικό τέρας, η μορφή του οποίου –προερχόμενη συνήθως από τα ερπετά– διαφέρει ως προς τα χαρακτηριστικά (φλογοβόλο στόμα με πολλές γλώσσες, κεφάλι λιονταριού, σκύλου ή γάτου, φτερά νυχτερίδας κλπ.), ανάλογα με τη μυθολογία και την τοπική… … Dictionary of Greek
φλογοβόλος — ο, Ν 1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης») 2. το ουδ. ως ουσ. το φλογοβόλο στρ. οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε μεγάλη απόσταση φλεγόμενο υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
φλογοβόλος — α, ο 1. αυτός που βγάζει φλόγες, αυτός που πετάει φλόγες: Φλογοβόλα όπλα. 2. το ουδ. ως ουσ., φλογοβόλο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)